λογοθέσιος

λογοθέσιος
λογοθέσιος, -ία, -ον (AM) [λογοθέτης]
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον
α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη
β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια
τα λογιστικά βιβλία
μσν.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ λογοθέσιος
ο λογιστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λογοθεσία
α) η λογοδοσία
β) η περιγραφή, η αφήγηση
γ) οι πολιτικές διατάξεις
δ) ο έλεγχος λογαριασμών
3. το ουδ. ως ουσ. μτφ. σημειωματάριο («ἀνελίξας σου τὸ τῆς ψυχῆς λογοθέσιον, καὶ ἡμᾱς ἐγγράπτους ὀφειλέτας ἐφευρηκώς, βαρὺς ἐμπίπτεις», Ευστ.)
αρχ.
φρ. «λογοθεσίου ημέρα» — η ημέρα τής κρίσεως, τής δευτέρας παρουσίας (Ιωάνν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογοθεσίοις — λογοθέσιος accountant masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθεσίου — λογοθέσιος accountant masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθεσίων — λογοθέσιος accountant masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθεσίῳ — λογοθέσιος accountant masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθέσιον — λογοθέσιος accountant masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογοθέσιον — λογοθέσιον, τὸ (AM) βλ. λογοθέσιος …   Dictionary of Greek

  • λογοθεσία — λογοθεσία, ἡ (ΑM) βλ. λογοθέσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”